Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
Εὔδοξος
View word page
εὐδοκητός
well-pleasing, acceptable
ShortDef
well-pleasing, acceptable
Debugging
Headword:
εὐδοκητός
Headword (normalized):
εὐδοκητός
Headword (normalized/stripped):
ευδοκητος
IDX:
36907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36908
Key:
Data
{'content': 'well-pleasing, acceptable'}