Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
εὐδοξία
View word page
εὐδόκησις
satisfaction, approval

ShortDef

satisfaction, approval

Debugging

Headword:
εὐδόκησις
Headword (normalized):
εὐδόκησις
Headword (normalized/stripped):
ευδοκησις
IDX:
36906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36907
Key:

Data

{'content': 'satisfaction, approval'}