Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιοίκητος
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
εὐδοξέω
View word page
εὐδοκέω
to be well pleased

ShortDef

to be well pleased

Debugging

Headword:
εὐδοκέω
Headword (normalized):
εὐδοκέω
Headword (normalized/stripped):
ευδοκεω
IDX:
36905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36906
Key:

Data

{'content': 'to be well pleased'}