Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
εὐδιόρθωτος
εὐδιόριστος
εὔδιος
εὐδίπλωτος
εὔδιφρος
ἐύδματος
εὔδμητος
εὐδοκέω
εὐδόκησις
εὐδοκητός
εὐδοκία
εὐδοκιμάζω
εὐδοκιμέω
εὐδοκίμησις
εὐδοκιμίζω
εὐδόκιμος
εὐδοκουμένως
View word page
εὔδμητος
well-built

ShortDef

well-built

Debugging

Headword:
εὔδμητος
Headword (normalized):
εὔδμητος
Headword (normalized/stripped):
ευδμητος
IDX:
36904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36905
Key:

Data

{'content': 'well-built'}