Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὐδικίη
εὔδικος
εὐδίνητος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὐδιοποιέω
εὐδίοπτος
View word page
εὐδιέξοδος
easily going out

ShortDef

easily going out

Debugging

Headword:
εὐδιέξοδος
Headword (normalized):
εὐδιέξοδος
Headword (normalized/stripped):
ευδιεξοδος
IDX:
36887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36888
Key:

Data

{'content': 'easily going out'}