Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὐδικίη
εὔδικος
εὐδίνητος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
εὐδιοποιέω
View word page
εὐδιεινός
calm, sheltered
ShortDef
calm, sheltered
Debugging
Headword:
εὐδιεινός
Headword (normalized):
εὐδιεινός
Headword (normalized/stripped):
ευδιεινος
IDX:
36886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36887
Key:
Data
{'content': 'calm, sheltered'}