Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὐδικίη
εὔδικος
εὐδίνητος
εὐδίοδος
εὐδιοίκητος
View word page
εὐδίδακτος
docile
ShortDef
docile
Debugging
Headword:
εὐδίδακτος
Headword (normalized):
εὐδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιδακτος
IDX:
36885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36886
Key:
Data
{'content': 'docile'}