Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
εὐδιάω
εὐδίδακτος
εὐδιεινός
εὐδιέξοδος
εὐδίετος
εὐδιήγητος
εὐδικία
εὐδικίη
εὔδικος
εὐδίνητος
εὐδίοδος
View word page
εὐδιάω
to be fair

ShortDef

to be fair

Debugging

Headword:
εὐδιάω
Headword (normalized):
εὐδιάω
Headword (normalized/stripped):
ευδιαω
IDX:
36884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36885
Key:

Data

{'content': 'to be fair'}