Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
εὐδιάχυτος
εὐδιαχώρητος
View word page
εὐδιάπτωτος
prone to error
ShortDef
prone to error
Debugging
Headword:
εὐδιάπτωτος
Headword (normalized):
εὐδιάπτωτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαπτωτος
IDX:
36873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36874
Key:
Data
{'content': 'prone to error'}