Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
εὐδιαφόρητος
View word page
εὐδιάπνευστος
perspiring freely

ShortDef

perspiring freely

Debugging

Headword:
εὐδιάπνευστος
Headword (normalized):
εὐδιάπνευστος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαπνευστος
IDX:
36871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36872
Key:

Data

{'content': 'perspiring freely'}