Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
εὐδιάρθρωτος
εὐδιάσειστος
εὐδιασκέδαστος
εὐδιάσπαστος
εὐδιάφθαρτος
εὐδιάφθορος
εὐδιαφορησία
View word page
εὐδιάπλαστος
easily moulded, plastic

ShortDef

easily moulded, plastic

Debugging

Headword:
εὐδιάπλαστος
Headword (normalized):
εὐδιάπλαστος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαπλαστος
IDX:
36870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36871
Key:

Data

{'content': 'easily moulded, plastic'}