Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
εὐδιανόητος
εὐδιανός
εὐδιάπλαστος
εὐδιάπνευστος
εὐδιάπνοος
εὐδιάπτωτος
View word page
εὐδιάλειπτος
intermittent

ShortDef

intermittent

Debugging

Headword:
εὐδιάλειπτος
Headword (normalized):
εὐδιάλειπτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαλειπτος
IDX:
36863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36864
Key:

Data

{'content': 'intermittent'}