Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐδιαβόητος
εὐδιάβολος
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
εὐδιάκριτος
εὐδιάλειπτος
εὐδιάλλακτος
εὐδιάλυτος
εὐδιάναξ
εὐδιανέμητος
View word page
εὐδίαιτος
living temperately

ShortDef

living temperately

Debugging

Headword:
εὐδίαιτος
Headword (normalized):
εὐδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαιτος
IDX:
36857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36858
Key:

Data

{'content': 'living temperately'}