Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδερκής
εὐδέρματος
εὐδέψητος
εὔδηλος
εὐδία
εὐδιάβατος
εὐδιαβόητος
εὐδιάβολος
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
εὐδιακόσμητος
View word page
εὐδιάζω
calm, still
ShortDef
calm, still
Debugging
Headword:
εὐδιάζω
Headword (normalized):
εὐδιάζω
Headword (normalized/stripped):
ευδιαζω
IDX:
36851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36852
Key:
Data
{'content': 'calm, still'}