Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔδενδρος
εὐδερκής
εὐδέρματος
εὐδέψητος
εὔδηλος
εὐδία
εὐδιάβατος
εὐδιαβόητος
εὐδιάβολος
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
εὐδιάθετος
εὐδιάθρυπτος
εὐδίαιος
εὐδιαίρετος
εὐδιαίτητος
εὐδίαιτος
εὐδιακόμιστος
εὐδιάκονος
εὐδιάκοπος
View word page
εὐδιάγωγος
cheerful
ShortDef
cheerful
Debugging
Headword:
εὐδιάγωγος
Headword (normalized):
εὐδιάγωγος
Headword (normalized/stripped):
ευδιαγωγος
IDX:
36850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36851
Key:
Data
{'content': 'cheerful'}