Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐδάκρυτος
εὐδάκτυλος
Εὐδαλαγῖνες
Εὑδάνεμος
εὐδάπανος
εὐδείελος
εὐδειπνία
εὔδειπνος
εὔδεκτος
εὔδενδρος
εὐδερκής
εὐδέρματος
εὐδέψητος
εὔδηλος
εὐδία
εὐδιάβατος
εὐδιαβόητος
εὐδιάβολος
εὐδιάγνωστος
εὐδιάγωγος
εὐδιάζω
View word page
εὐδερκής
seeing brightly, bright-eyed
ShortDef
seeing brightly, bright-eyed
Debugging
Headword:
εὐδερκής
Headword (normalized):
εὐδερκής
Headword (normalized/stripped):
ευδερκης
IDX:
36841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36842
Key:
Data
{'content': 'seeing brightly, bright-eyed'}