Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
View word page
ἀγέλασμα
gathering, crowd
ShortDef
gathering, crowd
Debugging
Headword:
ἀγέλασμα
Headword (normalized):
ἀγέλασμα
Headword (normalized/stripped):
αγελασμα
IDX:
367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-368
Key:
Data
{'content': 'gathering, crowd'}