Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐγηθής
εὐγήθητος
εὐγηρέω
εὐγηρία
εὔγηρυς
εὐγήρως
εὐγλαγής
εὔγληνος
εὔγλυπτος
εὐγλωσσία
εὔγλωσσος
εὐγλωττίζω
ἐϋγλώχιν
εὖγμα
εὐγμα
εὐγμαλέος
εὔγναμπτος
εὐγνωμονέω
εὐγνωμοσύνη
εὐγνώμων
εὔγνωστος
View word page
εὔγλωσσος
good of tongue, eloquent

ShortDef

good of tongue, eloquent

Debugging

Headword:
εὔγλωσσος
Headword (normalized):
εὔγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ευγλωσσος
IDX:
36794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36795
Key:

Data

{'content': 'good of tongue, eloquent'}