Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐγάληνος
εὐγαμέω
εὐγαμία
εὔγαμος
εὖγε
εὔγειος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενίζω
εὐγένιος
εὐγεφύρωτος
εὐγεώργητος
εὔγεως
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὐγηρέω
εὐγηρία
εὔγηρυς
εὐγήρως
εὐγλαγής
View word page
εὐγένιος
laurel

ShortDef

laurel

Debugging

Headword:
εὐγένιος
Headword (normalized):
εὐγένιος
Headword (normalized/stripped):
ευγενιος
IDX:
36780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36781
Key:

Data

{'content': 'laurel'}