Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐγάλακτος
εὐγάληνος
εὐγαμέω
εὐγαμία
εὔγαμος
εὖγε
εὔγειος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενίζω
εὐγένιος
εὐγεφύρωτος
εὐγεώργητος
εὔγεως
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὐγηρέω
εὐγηρία
εὔγηρυς
εὐγήρως
View word page
εὐγενίζω
ennoble
ShortDef
ennoble
Debugging
Headword:
εὐγενίζω
Headword (normalized):
εὐγενίζω
Headword (normalized/stripped):
ευγενιζω
IDX:
36779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36780
Key:
Data
{'content': 'ennoble'}