Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔβωλος
εὐβωλοστρόφητος
εὐγάλακτος
εὐγάληνος
εὐγαμέω
εὐγαμία
εὔγαμος
εὖγε
εὔγειος
εὐγένεια
εὐγένειος
εὐγενής
εὐγενίζω
εὐγένιος
εὐγεφύρωτος
εὐγεώργητος
εὔγεως
εὐγηθής
εὐγήθητος
εὐγηρέω
εὐγηρία
View word page
εὐγένειος
well-maned

ShortDef

well-maned

Debugging

Headword:
εὐγένειος
Headword (normalized):
εὐγένειος
Headword (normalized/stripped):
ευγενειος
IDX:
36777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36778
Key:

Data

{'content': 'well-maned'}