Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Εὐβουλίδης
Εὔβουλος
εὔβουλος
εὔβους
εὐβραχής
εὐβριθής
εὔβροχος
ἐΰβροχος
εὔβρωτος
εὔβυρσος
εὔβωλος
εὐβωλοστρόφητος
εὐγάλακτος
εὐγάληνος
εὐγαμέω
εὐγαμία
εὔγαμος
εὖγε
εὔγειος
εὐγένεια
εὐγένειος
View word page
εὔβωλος
fertile

ShortDef

fertile

Debugging

Headword:
εὔβωλος
Headword (normalized):
εὔβωλος
Headword (normalized/stripped):
ευβωλος
IDX:
36767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36768
Key:

Data

{'content': 'fertile'}