Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔβλητος
Εὐβοεύς
εὐβοήθητος
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
Εὐβοΐς
εὐβολέω
εὔβολος
εὐβοσία
εὐβόστρυχος
εὐβοτέομαι
εὔβοτος
εὔβοτρυς
εὐβουλεύς
εὐβουλία
Εὐβουλίδης
Εὔβουλος
εὔβουλος
εὔβους
εὐβραχής
εὐβριθής
View word page
εὐβοτέομαι
furnish good pasture

ShortDef

furnish good pasture

Debugging

Headword:
εὐβοτέομαι
Headword (normalized):
εὐβοτέομαι
Headword (normalized/stripped):
ευβοτεομαι
IDX:
36752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36753
Key:

Data

{'content': 'furnish good pasture'}