Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαφαίρετος
εὐάφεια
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐάφιον
εὐαφόρμως
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβαφής
εὐβίοτος
εὔβλαπτος
εὐβλαστέω
εὐβλαστής
εὐβλαστία
εὐβλέφαρος
εὔβλητος
Εὐβοεύς
εὐβοήθητος
Εὔβοια
Εὐβοϊκός
Εὐβοΐς
View word page
εὔβλαπτος
easily hurt

ShortDef

easily hurt

Debugging

Headword:
εὔβλαπτος
Headword (normalized):
εὔβλαπτος
Headword (normalized/stripped):
ευβλαπτος
IDX:
36737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36738
Key:

Data

{'content': 'easily hurt'}