Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐαυγία
εὐαυξής
εὐαφαίρετος
εὐάφεια
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐάφιον
εὐαφόρμως
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβαφής
εὐβίοτος
εὔβλαπτος
εὐβλαστέω
εὐβλαστής
εὐβλαστία
εὐβλέφαρος
εὔβλητος
Εὐβοεύς
εὐβοήθητος
Εὔβοια
View word page
εὐβαφής
well steeped
ShortDef
well steeped
Debugging
Headword:
εὐβαφής
Headword (normalized):
εὐβαφής
Headword (normalized/stripped):
ευβαφης
IDX:
36735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36736
Key:
Data
{'content': 'well steeped'}