Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαυγής
εὐαυγία
εὐαυξής
εὐαφαίρετος
εὐάφεια
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐάφιον
εὐαφόρμως
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβαφής
εὐβίοτος
εὔβλαπτος
εὐβλαστέω
εὐβλαστής
εὐβλαστία
εὐβλέφαρος
εὔβλητος
Εὐβοεύς
εὐβοήθητος
View word page
εὔβατος
accessible, passable

ShortDef

accessible, passable

Debugging

Headword:
εὔβατος
Headword (normalized):
εὔβατος
Headword (normalized/stripped):
ευβατος
IDX:
36734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36735
Key:

Data

{'content': 'accessible, passable'}