Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαστής
εὐαυγής
εὐαυγία
εὐαυξής
εὐαφαίρετος
εὐάφεια
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐάφιον
εὐαφόρμως
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβαφής
εὐβίοτος
εὔβλαπτος
εὐβλαστέω
εὐβλαστής
εὐβλαστία
εὐβλέφαρος
εὔβλητος
Εὐβοεύς
View word page
εὐβάστακτος
easy to carry

ShortDef

easy to carry

Debugging

Headword:
εὐβάστακτος
Headword (normalized):
εὐβάστακτος
Headword (normalized/stripped):
ευβαστακτος
IDX:
36733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36734
Key:

Data

{'content': 'easy to carry'}