Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐάστερος
εὐαστής
εὐαυγής
εὐαυγία
εὐαυξής
εὐαφαίρετος
εὐάφεια
εὐαφήγητος
εὐαφής
εὐάφιον
εὐαφόρμως
εὐβάστακτος
εὔβατος
εὐβαφής
εὐβίοτος
εὔβλαπτος
εὐβλαστέω
εὐβλαστής
εὐβλαστία
εὐβλέφαρος
εὔβλητος
View word page
εὐαφόρμως
opportunely
ShortDef
opportunely
Debugging
Headword:
εὐαφόρμως
Headword (normalized):
εὐαφόρμως
Headword (normalized/stripped):
ευαφορμως
IDX:
36732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36733
Key:
Data
{'content': 'opportunely'}