Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
Εὐάρνη
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
εὐαρχία
Εὐάρχιππος
εὐαρχισμός
εὔαρχος
εὐάς
εὔας
εὔασμα
εὐασμός
εὐάστερος
εὐαστής
εὐαυγής
εὐαυγία
εὐαυξής
εὐαφαίρετος
εὐάφεια
View word page
εὐάς
one who cries
ShortDef
one who cries
Debugging
Headword:
εὐάς
Headword (normalized):
εὐάς
Headword (normalized/stripped):
ευας
IDX:
36718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36719
Key:
Data
{'content': 'one who cries'}