Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
Εὐάρνη
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
εὐαρχία
Εὐάρχιππος
εὐαρχισμός
εὔαρχος
εὐάς
εὔας
εὔασμα
εὐασμός
εὐάστερος
εὐαστής
View word page
εὐάρτυτος
well-seasoned

ShortDef

well-seasoned

Debugging

Headword:
εὐάρτυτος
Headword (normalized):
εὐάρτυτος
Headword (normalized/stripped):
ευαρτυτος
IDX:
36713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36714
Key:

Data

{'content': 'well-seasoned'}