Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
Εὐάρνη
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
εὐαρχία
Εὐάρχιππος
εὐαρχισμός
εὔαρχος
View word page
εὐαρμοστέω
to be well tempered

ShortDef

to be well tempered

Debugging

Headword:
εὐαρμοστέω
Headword (normalized):
εὐαρμοστέω
Headword (normalized/stripped):
ευαρμοστεω
IDX:
36707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36708
Key:

Data

{'content': 'to be well tempered'}