Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
Εὐάρνη
εὔαρνος
εὐάροτος
εὐάρτυτος
View word page
εὐάρεστος
well-pleasing, acceptable
ShortDef
well-pleasing, acceptable
Debugging
Headword:
εὐάρεστος
Headword (normalized):
εὐάρεστος
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστος
IDX:
36703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36704
Key:
Data
{'content': 'well-pleasing, acceptable'}