Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
εὐάρμοστος
Εὐάρνη
εὔαρνος
εὐάροτος
View word page
εὐαρεστικός
easily contented

ShortDef

easily contented

Debugging

Headword:
εὐαρεστικός
Headword (normalized):
εὐαρεστικός
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστικος
IDX:
36702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36703
Key:

Data

{'content': 'easily contented'}