Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
ἁλίζω
ἁλίζω2
Ἁλιζῶνες
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
Ἁλίη
ἁλιηγής
ἁλιήρης
ἁλιηχής
ἀλιθοκόλλητος
View word page
ἄλιζα
abele

ShortDef

abele

Debugging

Headword:
ἄλιζα
Headword (normalized):
ἄλιζα
Headword (normalized/stripped):
αλιζα
IDX:
3669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3670
Key:

Data

{'content': 'abele'}