Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαπόπτωτος
εὐαπόρρυτος
εὐαπόσβεστος
εὐαποσείστως
εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
εὐαρμοστέω
εὐαρμοστία
View word page
εὐαρεστήριος
propitiatory

ShortDef

propitiatory

Debugging

Headword:
εὐαρεστήριος
Headword (normalized):
εὐαρεστήριος
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστηριος
IDX:
36698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36699
Key:

Data

{'content': 'propitiatory'}