Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαπόνιπτος
εὐαπόπνοος
εὐαπόπτωτος
εὐαπόρρυτος
εὐαπόσβεστος
εὐαποσείστως
εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
εὐάρεστος
εὐαρίθμητος
εὔαρκτος
εὐάρματος
View word page
εὐαρεστέω
to be well pleasing

ShortDef

to be well pleasing

Debugging

Headword:
εὐαρεστέω
Headword (normalized):
εὐαρεστέω
Headword (normalized/stripped):
ευαρεστεω
IDX:
36696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36697
Key:

Data

{'content': 'to be well pleasing'}