Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαπόκριτος
εὐαποκύλιστος
εὐαπολόγητος
εὐαπόλυτος
εὐαπόνιπτος
εὐαπόπνοος
εὐαπόπτωτος
εὐαπόρρυτος
εὐαπόσβεστος
εὐαποσείστως
εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
εὐαρεστικός
View word page
εὐαπόσπαστος
easy to be torn from

ShortDef

easy to be torn from

Debugging

Headword:
εὐαπόσπαστος
Headword (normalized):
εὐαπόσπαστος
Headword (normalized/stripped):
ευαποσπαστος
IDX:
36692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36693
Key:

Data

{'content': 'easy to be torn from'}