Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαποκριτικός
εὐαπόκριτος
εὐαποκύλιστος
εὐαπολόγητος
εὐαπόλυτος
εὐαπόνιπτος
εὐαπόπνοος
εὐαπόπτωτος
εὐαπόρρυτος
εὐαπόσβεστος
εὐαποσείστως
εὐαπόσπαστος
εὐαποτείχιστος
εὐαπόφυκτος
εὐαρδής
εὐαρεστέω
εὐαρέστημα
εὐαρεστήριος
εὐαρέστησις
εὐαρεστητέον
εὐαρεστία
View word page
εὐαποσείστως
so as to be easily shaken off

ShortDef

so as to be easily shaken off

Debugging

Headword:
εὐαποσείστως
Headword (normalized):
εὐαποσείστως
Headword (normalized/stripped):
ευαποσειστως
IDX:
36691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36692
Key:

Data

{'content': 'so as to be easily shaken off'}