Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
εὐαπαντησία
εὐαπάντητος
εὐαπάρτιστος
εὐαπάτητος
εὐαπόβατος
εὐαπόβλητος
εὐαπόδεικτος
εὐαπόδεκτος
εὐαπόδοτος
εὐαποκριτικός
εὐαπόκριτος
εὐαποκύλιστος
εὐαπολόγητος
View word page
εὐαπάρτιστος
well-finished, perfect

ShortDef

well-finished, perfect

Debugging

Headword:
εὐαπάρτιστος
Headword (normalized):
εὐαπάρτιστος
Headword (normalized/stripped):
ευαπαρτιστος
IDX:
36674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36675
Key:

Data

{'content': 'well-finished, perfect'}