Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
ἁλίζω
ἁλίζω2
Ἁλιζῶνες
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
Ἁλίη
ἁλιηγής
View word page
ἁλιεύς
fisherman, sailor

ShortDef

fisherman, sailor

Debugging

Headword:
ἁλιεύς
Headword (normalized):
ἁλιεύς
Headword (normalized/stripped):
αλιευς
IDX:
3666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3667
Key:

Data

{'content': 'fisherman, sailor'}