Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάξιος
εὐάξων
εὐαπάλλακτος
View word page
εὐανθής
blooming, budding

ShortDef

blooming, budding

Debugging

Headword:
εὐανθής
Headword (normalized):
εὐανθής
Headword (normalized/stripped):
ευανθης
IDX:
36661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36662
Key:

Data

{'content': 'blooming, budding'}