Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάξιος
εὐάξων
View word page
εὐανθέω
to be flowery
ShortDef
to be flowery
Debugging
Headword:
εὐανθέω
Headword (normalized):
εὐανθέω
Headword (normalized/stripped):
ευανθεω
IDX:
36660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36661
Key:
Data
{'content': 'to be flowery'}