Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
εὐαντόλως
εὐάντυξ
εὐάξιος
View word page
εὐάνθεμος
flowery, blooming

ShortDef

flowery, blooming

Debugging

Headword:
εὐάνθεμος
Headword (normalized):
εὐάνθεμος
Headword (normalized/stripped):
ευανθεμος
IDX:
36659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36660
Key:

Data

{'content': 'flowery, blooming'}