Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
εὐαντέω
εὐάντης
εὐάντητος
View word page
Εὔανδρος
Euander

ShortDef

abounding in good men
Euander

Debugging

Headword:
Εὔανδρος
Headword (normalized):
εὔανδρος
Headword (normalized/stripped):
ευανδρος
IDX:
36656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36657
Key:

Data

{'content': 'Euander'}