Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
εὐαντέω
View word page
εὐανδρία
abundance of men, store of goodly men

ShortDef

abundance of men, store of goodly men

Debugging

Headword:
εὐανδρία
Headword (normalized):
εὐανδρία
Headword (normalized/stripped):
ευανδρια
IDX:
36654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36655
Key:

Data

{'content': 'abundance of men, store of goodly men'}