Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐανάλυτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
εὐάνθεμον
εὐάνθεμος
εὐανθέω
εὐανθής
Εὐάνθης
εὐάνιος
View word page
εὐανδρέω
to abound in men
ShortDef
to abound in men
Debugging
Headword:
εὐανδρέω
Headword (normalized):
εὐανδρέω
Headword (normalized/stripped):
ευανδρεω
IDX:
36653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36654
Key:
Data
{'content': 'to abound in men'}