Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίδονος
ἁλίδουπος
ἁλίδρομος
Ἁλίεια
ἁλιεία
ἁλιειδής
ἁλιεινή
ἁλίειος
Ἁλιεῖς
ἁλιεργής
ἁλιερκής
ἁλίευμα
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἄλιζα
ἁλίζω
ἁλίζω2
Ἁλιζῶνες
ἁλίζωνος
ἁλίζωος
View word page
ἁλιερκής
sea-fenced, sea-girt

ShortDef

sea-fenced, sea-girt

Debugging

Headword:
ἁλιερκής
Headword (normalized):
ἁλιερκής
Headword (normalized/stripped):
αλιερκης
IDX:
3664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3665
Key:

Data

{'content': 'sea-fenced, sea-girt'}