Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
εὐανάπνευστος
εὐανάσειστος
εὐανάστροφος
εὐανάσφαλτος
εὐανάτμητος
εὐανάτρεπτος
εὐανάτροφος
εὐανδρέω
εὐανδρία
εὔανδρος
Εὔανδρος
εὐάνετος
View word page
εὐανάσειστος
easily excited

ShortDef

easily excited

Debugging

Headword:
εὐανάσειστος
Headword (normalized):
εὐανάσειστος
Headword (normalized/stripped):
ευανασειστος
IDX:
36647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36648
Key:

Data

{'content': 'easily excited'}