Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐανάδοτος
εὐανάκλητος
εὐανακόμιστος
εὐανάληπτος
εὐανάλυτος
εὐανάμνηστος
εὐανάπειστος
View word page
εὐάν
evan

ShortDef

evan

Debugging

Headword:
εὐάν
Headword (normalized):
εὐάν
Headword (normalized/stripped):
ευαν
IDX:
36635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36636
Key:

Data

{'content': 'evan'}