Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐαισθητικός
εὐαίσθητος
εὐαίων
εὐάκεστος
εὐακόνητος
εὐάκτιν
εὐαλαζόνευτος
εὐαλδής
εὐαλθής
εὐαλλοίωτος
εὐαλσής
εὐάλφιτος
Εὐαλωσία
εὐάλωτος
εὐάμπελος
εὐάμπυξ
εὐάν
εὐανάβλαστος
εὐανάγνωστος
εὐανάγωγος
εὐανάδοτος
View word page
εὐαλσής
with beautiful groves

ShortDef

with beautiful groves

Debugging

Headword:
εὐαλσής
Headword (normalized):
εὐαλσής
Headword (normalized/stripped):
ευαλσης
IDX:
36629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36630
Key:

Data

{'content': 'with beautiful groves'}